εύδοξος

εύδοξος
I
(αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα Γάδειρα και μετά την αναχώρησή του από εκεί χάθηκαν τα ίχνη του. Τις παρατηρήσεις του χρησιμοποίησε ο Ποσειδώνιος.
II
(Αστρον.). Κρατήρας της Σελήνης. Πρόκειται για μια περιφραγμένη πεδιάδα με υψηλό και συμπαγές τοίχωμα κοντά στο βόρειο χείλος της Σελήνης, με διάμετρο 72 χλμ. Στο εσωτερικό του τοιχώματος διακρίνονται υψώματα και σε μικρή πεδιάδα, στα ανατολικά, δύο ρήγματα.
* * *
εὔδοξος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλή φήμη, ο ένδοξος, ο τιμημένος (α. «νέες εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, Ηρόδ.
β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», Θουκ.)
επίρρ...
εὐδόξως (Α)
1. ένδοξα, λαμπρά
2. με τιμητική διάκριση («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δοξος (< δόξα), πρβλ. έν-δοξος, παρά-δοξος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Εὔδοξος — of good repute masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδοξος — of good repute masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εύδοξος ο Κνίδιος — (Κνίδος 408 – 355 π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, γεωγράφος, γιατρός και φιλόσοφος. Η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό ονομάστηκε Ε. ο Ένδοξος. Ίδρυσε την ονομαστή σχολή της Κυζίκου και δίδαξε θετικές επιστήμες στην Ακαδημία… …   Dictionary of Greek

  • εὐδοξότερον — εὔδοξος of good repute adverbial comp εὔδοξος of good repute masc acc comp sg εὔδοξος of good repute neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδοξότατον — εὔδοξος of good repute masc acc superl sg εὔδοξος of good repute neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδόξως — εὔδοξος of good repute adverbial εὔδοξος of good repute masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδοξον — εὔδοξος of good repute masc/fem acc sg εὔδοξος of good repute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евдокс — (Εΰδοξος) 1) автор сочинения Περίοδος γη˜ς (описание земного круга), славившегося в древности как богатством содержания, так и прекрасным изложением, и написанного не ранее 280 г. до Р. Хр. Одни отождествляют Е. с врачом и астрономом Евдоксом… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • εὐδοξοτάτη — εὔδοξος of good repute fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδοξοτάτην — εὔδοξος of good repute fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”